ραχοκόκαλο

ραχοκόκαλο
το, Ν
1. ο σπόνδυλος
2. η σπονδυλική στήλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …   Dictionary of Greek

  • φάσφανο — το / φάσγανον, ΝΜΑ όργανο σφαγής, ξίφος, σπαθί, μαχαίρι αρχ. 1. το ξιφοειδές οστό, το ραχοκόκαλο ορισμένων ψαριών 2. βοτ. α) το φυτό ξιφίον, κν. γνωστό σήμερα ως σπαθόχορτο β) το φυτό ξάνθιον 3. το φυτό ασπάλαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ., αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • ραχοκοκαλιά — ραχοκοκαλιά, η και ραχοκόκαλο, το η σπονδυλική στήλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”